ΛΟΤΖΙΑ

Στην αρχή της οδού Μαρτύρων 25ης Αυγούστου, δεξιά, υπήρχε η Λότζια των Ενετών, που το ισόγειό της σωζόταν μέχρι το 1937. Η Λότζια ήταν ένα είδος επιμελητηρίου, ένα κέντρο για τις συγκεντρώσεις και την αναψυχή των ευγενών, όπου έπαιζαν και τυχερά παιχνίδια, ήταν δηλαδή και λέσχη.

Από τους εξώστες ανακοίνωναν οι κήρυκες τα διατάγματα της πολιτείας, από εκεί ο Δούκας μιλούσε στο λαό, ή παρακολουθούσε τις λιτανείες και τις πομπές. Αλλά και πολιτικά γεγονότα εκτυλίσσονταν πολλές φορές κάτω από τις στοές της. Από εδώ ξεκίνησε η επανάσταση της δημοκρατίας του Αγίου Τίτου το 1363.

Η Λότζια ήταν το κομψότερο και καλλιτεχνικότερο βενετσιάνικο μνημείο της Κρήτης, όμοιο περίπου στην αρχιτεκτονική με τη βασιλική της Vicenza, αριστούργημα του Παλλάδιο και άριστο υπόδειγμα του παλλαδιανού ρυθμού.

Η Βενετία έδωσε τόση σημασία στην αρχιτεκτονική και ιστορική αξία της Λότζιας του Ηρακλείου, ώστε στην έκθεση της Ρώμης το 1911, το βενετσιάνικο περίπτερο ήταν πιστή αντιγραφή της Λότζιας αυτής.

Το είδος αυτού του δημόσιου οικοδομήματος υπήρχε σε κάθε πόλη της βενετικής κυριαρχίας και η ύπαρξή του στη νέα αποικία της Κρήτης αναφέρεται από τα πρώτα χρόνια της εγκατάστασής τους το1269. Σε ποιο σημείο της πόλης ήταν η πρώτη εκείνη Λότζια, δεν είναι γνωστό.

Το 1325 οι ευγενείς και φεουδάρχες του Χάνδακα έστειλαν αίτηση στη Βενετία και ζητούσαν να τους παραχωρηθεί οικόπεδο, κοντά στην πλατεία, για να χτίσουν νέα Λότζια, γιατί η υπάρχουσα ήταν υπερβολικά εκτεθημένη στους ανέμους, και μάλιστα το χειμώνα. Όπως φαίνεται από το έγγραφο, η Λότζια εκείνη βρισκόταν κοντά στη θάλασσα. Η αίτηση έγινε δεκτή και παραχωρήθηκε οικόπεδο στην πλατεία, όπου οικοδομήθηκε η δεύτερη Λότζια ακριβώς απέναντι από τη σημερινή. Και το κτίριο αυτό όμως ερειπώθηκε και το 1541 έγινε η τρίτη Λότζια σε μέρος του χώρου της σημερινής.

Η Λότζια αυτή εξυπηρέτησε το σκοπό της μέχρι το 1625-1628, οπότε ανοικοδομήθηκε η τέταρτη και τελευταία από το Γενικό Προβλεπτή Φραγκίσκο Μοροζίνι. Όπως λέει ο Γκερόλα: "Ο Μοροζίνι αγάπησε την πόλη αυτή τόσο ώστε να της χαρίσει τα ωραιότερα μνημεία της, την κρήνη και τη Λότζια".

Ήταν προσκολημένη στη δυτική πλευρά της οπλαποθήκης, είχε σχήμα ορθογώνιο, με μήκος 28 μ. και πλάτος 11 μ., θεμελιωμένη σε 12 βαθιά φρεάτια, που συνδένταν με υπόγεια τόξα, ανταποκρινόμενα στα τόξα του ισογείου. Ήταν διώροφη και οι εξωτερικοί τοίχοι ήταν χτισμένοι με πόρινους λίθους. Αντιπροσωπεύονταν και οι δύο ελληνικοί ρυθμοί. Ο δωρικός στο ισόγειο και ο ιωνικός στον όροφο, όπως ήταν ο κλασσικός τύπος του παλλαδιανού ρυθμού. Η δυτική πλευρά είχε 7 τόξα. Το μεσαίο στο ισόγειο ήταν η είσοδος. Τα άλλα ήταν ανοιχτά με χαμηλό θωράκιο. Οι κολόνες του ισογείου ήταν δωρικού ρυθμού και του ορόφου ιωνικού με ραβδώσεις. Στις γωνίες υπήρχαν τετράγωνες παραστάσεις. Στο επάνω μέρος του ισογείου υπήρχε διάζωμα με 82 τρίγλυφες μετώπες που εικόνιζαν το λιοντάρι του Αγίου Μάρκου, τρόπαια, πανοπλίες, ιππότες κ.ά. Το διάζωμα του ορόφου, που δεν έγινε ,υποβάσταζε κορωνίδα δρύφακτο με αγάλματα. Το έργο δεν πρόλαβε να ολοκληρωθεί, καθώς άρχισε να διαφαίνεται η απειλή κατά της Κρήτης. Έτσι έλλειψε το ενδιαφέρον για την αποπεράτωση της οικοδομής, που δεν εκπληρούσε κανένα στρατιωτικό σκοπό.

Κατά την Τουρκοκρατία στη Λότζια εγκαταστάθηκε η ανώτερη οικονομική υπηρεσία της Κρήτης και ο "Γραμματικός της πόρτας", όπως έλεγαν το χριστιανό υπάλληλο που διεκπεραίωνε, τις οικονομικές υποθέσεις των χριστιανών προς τις τουρκικές αρχές.

Μετά την απελευθέρωση, η Κρητική Πολιτεία ήθελε να στεγάσει στο ιστορικό αυτό οίκημα τον αρχαιολογικό θησαυρό, που είχε συγκεντρώσει ο Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος Ηρακλείου. Ο μηχανικός του Δήμου Σαλίβερος έκανε το σχέδιο της μετατροπής της οικοδομής το 1900 και άρχισαν οι εργασίες. Αλλά όπως αποδείχτηκε, αφού δαπανήθηκαν αρκετά χρήματα, το κτίριο δεν είχε την απαιτούμενη αντοχή και στερεότητα που απαιτούσε η ασφάλεια των αρχαιοτήτων. Έτσι εγκατέλειψαν το μνημείο χρόνια κλεισμένο μέσα στα ικριώματα. Τότε βρισκόταν στο Ηράκλειο ο Γκερόλα. Συγκέντρωσε όλα τα σχετικά στοιχεία, σχεδιαγράμματα, φωτογραφίες και τα έστειλε στον Ιταλό αρχιτέκτονα Berecht, ο οποίος εκπόνησε σχέδιο για την αναστήλωση του μνημείου.

Στο μεταξύ το κτίριο ήταν επικίνδυνα ετοιμόρροπο και αποφάσισαν την κατεδάφιση του ορόφου. Καθώς τον γκρέμιζαν, τα υλικά καταστράφηκαν και το μνημείο παρουσίαζε άθλια όψη ακρωτηριασμένου κτιρίου. Το 1905 παραχωρήθηκε στο Δήμο, μαζί με την οπλαποθήκη, για να οικοδομήσει το Δημαρχείο στο χώρο αυτό. Το 1911 η Κρητική Πολιτεία ήρθε σε συννενόηση με την ιταλική, η οποία έστειλε το 1914 τον έφορο των μνημείων της Βενετίας, το μηχανικό Max Ongaro για την αναστήλωση της Λότζιας και την οικοδόμηση του Δημαρχείου με δαπάνη του Δήμου Ηρακλείου. Το 1915 άρχισαν οι εργασίες και τοποθετήθηκε ο θεμέλιος λίθος σε βάθος 8-9 μέτρων. Ο Ongarο έφερε από την Ιταλία ειδικούς γλύπτες για να αντιγράψουν τα ανάγλυφα του διαζώματος σε πέτρες βγαλμένες από τον Καρτερό. Το 1937 αποφασίστηκε από το Δήμο η αναστήλωσή της Λότζιας με βάση τα αρχικά σχέδια του Ongaro. Η εργασία έφτασε ως την κατεδάφιση του παλιού κτιρίου. Στο μεταξύ τα γεγονότα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου σταμάτησαν τις εργασίες. Κατά τη γερμανική κατοχή, τα παλιά καλλιτεχνικά μέλη του κτιρίου κολόνες, κιονόκρανα και τα γλυπτά του διαζώματος, ανάγλυφα παλιά και νέα αντίγραφα, τα πήραν διάφοροι ασυνείδητοι και καταστράφηκαν. Ελάχιστα διασώθηκαν και σήμερα μπορεί να τα δει κανείς στην αίθουσα των γλυπτών του Ιστορικού Μουσείου Ηρακλείου.

Η οικοδόμηση του μνημείου έγινε μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου τη δεκαετία του 1960. Σήμερα η μεγάλη ολόφωτη αίθουσα της Λότζιας, στην οποία δόθηκε το όνομα του Ελευθ. Βενιζέλου, είναι η πολυτελέστερη και λαμπρότερη αίθουσα Δημοτικού Συμβουλίου, αντάξια της ιστορίας της πόλης και του μνημείου.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ