Επίλογος

 

          Μέσα από τον συγκεκριμένο σχεδιασμό της διδασκαλίας προσπαθούμε να αναπτύξουμε την αυτενέργεια των μαθητών, το κριτικό πνεύμα και την ελευθερία έκφρασης.

          Με αυτόν τον τρόπο η διδασκαλία δεν αποτελεί μονάχα μια διαδικασία με την οποία ο μαθητής δέχεται απλά ορισμένες τυποποιημένες γνώσεις αλλά παίρνει μια άλλη διάσταση.

          Ο μαθητής είναι σε θέση να συμμετάσχει σε αυτή και να παράγει γνώσεις. Του δίνεται η δυνατότητα να αξιοποιήσει τα όσα μαθαίνει και γίνεται ενεργητικό μέλος της διδακτικής πράξης.

          Αυτά όμως δεν μπορούν να συμβούν από μόνα τους και μόνο με τη θέληση του μαθητή. Εννοείται ότι ο ρόλος του δασκάλου πρέπει να είναι τέτοιος ώστε να παρέχει τις ευκαιρίες που χρειάζονται οι μαθητές για να πραγματοποιήσουν τα παραπάνω. Αλλά επίσης και η διδασκαλία να είναι προγραμματισμένη και προσεκτικά σχεδιασμένη ώστε να μην βασίζεται σε αυτοσχεδιασμούς και προχειρότητες.

          Έτσι, ένα σοβαρό θέμα που ήθελα να θίξω εδώ στον επίλογο. Είναι γνωστό π.χ. ότι η Χώρα μας αντιμετωπίζει ένα έντονο περιβαλλοντικό πρόβλημα. Η όλη δομή του Ελληνικού Οικολογικού Συστήματος έχει επιδεινωθεί σε βαθμό τέτοιο που η εξισορρόπηση ανάμεσα στους ανθρώπους και τη φύση φαίνεται σήμερα δύσκολη. Η ρύπανση του αέρα, ιδιαίτερα στα αστικά κέντρα, το συνεχώς αυξανόμενο όζον, η ηχορύπανση, η κυκλοφοριακή συμφόρηση είναι μερικά από τα υποπροϊόντα του περιβαλλοντικού προβλήματος.

          Σύμφωνα με όλα αυτά τα παραπάνω ή την εξέταση του ισχύοντος σχολικού αναλυτικού προγράμματος, αποκαλύπτει ότι η προστασία του περιβάλλοντος δεν εντάσσεται στις προτεραιότητές του.

          Τα στοιχεία που υπάρχουν στο μάθημα της «Μελέτης του περιβάλλοντος» και στην ενότητα «Ο άνθρωπος και το γεωφυσικό του περιβάλλον» και «Μελέτη των φυσικών φαινομένων» είναι ανεπαρκής.

          Συνεπώς ο σκοπός του παραπάνω μαθήματος, δηλαδή «να κατανοήσουν οι μαθητές όσο γίνεται καλύτερα τον κόσμο που τους περιβάλλει, φυσικό και ανθρώπινο» δύσκολα θα εκπληρωθεί. Επίσης, τα στοιχεία που παρατίθενται στο μάθημα της «Κοινωνικής και Πολιτικής Αγωγής» στην Ε’ Τάξη, θίγουν το θέμα επιφανειακά. Παρόμοια κατάσταση και στην ΣΤ’ Τάξη, στο ίδιο μάθημα, όπου κάτω από την ειδική ενότητα «Προστασία του περιβάλλοντος» περιλαμβάνονται σχετικά θέματα (π.χ. «Πηγές αγαθών για όλους», «Η χλωρίδα και η πανίδα και η προστασία τους», κ.λ.π.).

          Στα θέματα αυτά δεν προωθείται κριτική συζήτηση, ούτε παρέχονται ευκαιρίες μάθησης, όπου οι μαθητές θα θέσουν σε εφαρμογή σχετικά πλάνα δράσης για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που απορρέουν από την παραπάνω κατάσταση.

          Έτσι, το σχολικό πρόγραμμα αδυνατεί να δημιουργήσει τον απαιτούμενο προβληματισμό σχετικά με την κατάσταση και εκτίμηση των δυνάμεων του φυσικού κόσμου, οι οποίες διαμορφώνουν τη ζωή μας και θέτουν τις προϋποθέσεις για έναν συνδυασμό ανάμεσα στον άνθρωπο και στη φύση.

          Χωρίς τον προβληματισμό από τα άτομα εκπαιδεύονται να πιστεύουν ότι η μόλυνση του αέρα, η ηχορύπανση και η κυκλοφοριακή συμφόρηση είναι καταστάσεις αναπόφευκτες.

          Έτσι, αντί να συμμετέχουν μαζί με τους συμπολίτες τους στη διατήρηση του περιβάλλοντος προβαίνουν στην καταστροφή του, άλλοτε σκόπιμα και άλλοτε από άγνοια.