Βόλτα στον κόσμο

Εγώ ένας Τουαρέγκ

Εγώ ο Αμπλού είμαι ένας Τουαρέγκ. Ζω στο νότιο και στο κεντρικό τμήμα της ερήμου. Εδώ είναι πολύ ζέστη και πολύ ξηρασία. Οι βροχές είναι λίγες και ακανόνιστες και πέφτουν κυρίως το καλοκαίρι. Από τα τέλη Σεπτεμβρίου επικρατεί μεγάλη ξηρασία. Την Άνοιξη πάλι είναι πολλή ζέστη και πολύ μεγάλη ξηρασία. Η θερμοκρασία είναι την ημέρα 45ο C, ενώ την νύχτα πέφτει κάτω από τους 0o C. Και το μεγαλύτερο μας πρόβλημα είναι οι αμμοθύελλες και το νερό.

Ζω σε πολύ δύσκολη κατάσταση, όχι μόνο εγώ, αλλά και όλη η φυλή. Τις αμμοθύελλες που σας λέω τις αντιμετωπίζομε με φαρδιά ρούχα και ένα σαρίκι στο πρόσωπό μας. Το νερό το αντιμετωπίζουμε δύσκολα, πρέπει να πάμε εκεί που είναι νερό ή εκεί που βρέχει και να μείνουμε εκεί. Ακόμα τη μόνη καλλιέργεια την κάνουμε στις οάσεις, που εκεί αντλούμε νερό από τα πηγάδια και ποτίζουμε τα χωράφια. Τα προϊόντα είναι χουρμάδες, σιτηρά και οπωροφόρα δέντρα.

Αυτά τα προϊόντα τα ανταλλάζουμε με τους νομάδες. Ξέχασα να σας πω ότι το ποιο χρήσιμο ζώο της ερήμου είναι η καμήλα.

ΜΥΡΩΝΑΣ

 

 

 

Φαντάζομαι πως είμαι ένας Μπαντού

Ένα βράδυ βγήκα βόλτα μαζί με τους γονείς μου. Εκεί που προχωρούσαμε είδαμε μια παρέα ανθρώπων από άλλη χώρα. Το χρώμα του σώματός τους ήταν καφετί και φορούσαν παράξενα ρούχα. Εμένα το μυαλό μου πήγε αμέσως στη Γεωγραφία. Είχαμε μάθει για κάτι ανθρώπους τους Μπαντού. Όταν πήγα για ύπνο είδα ότι ήμουν ένας από τους Μπαντού.

Κάθε μέρα ξυπνάγαμε από τα χαράματα παίρναμε τα κατάλληλα εργαλεία και πηγαίναμε στα χωράφια. Το μεσημέρι γυρνάγαμε στα σπίτια μας. Εκεί οι μανάδες μας φτιάχνανε με μανιόνι, ψωμί, εμείς τα κορίτσια μαζεύαμε μπανάνες και καλαμπόκια. Τα καλαμπόκια τα ψήναμε στη φωτιά. Όταν τα φαγητά ήταν έτοιμα καθίζαμε για φαΐ. Μετά κουβεντιάζαμε και ύστερα κοιμόμασταν στις καλύβες μας.

Το απόγευμα οι μεγάλοι ξαναπήγαιναν στα χωράφι, ενώ εμείς κάναμε τις δουλειές του σπιτιού και ύστερα παίζαμε κάτω από τα τεράστια δέντρα.

Το βράδυ έρχονταν οι μεγάλοι κουρασμένοι από τη δουλειά, εμείς στρώναμε κάτι μεγάλα παχιά φύλλα και κοιμόμασταν από πάνω.

Το άλλο πρωί αφού καταλάβαμε ότι το έδαφος δεν ήταν εύφορο πια, αναγκαστήκαμε να πάμε σε ένα άλλο μέρος. Πήγαμε κοντά σε ένα ποταμό. Εκεί κόψαμε ένα τμήμα του δάσους αφήνοντας λίγα δέντρα για σκιά. Μετά κάψαμε τα κλαδιά και τους κορμούς. Ύστερα καθαρίσαμε λίγο το έδαφος για να μην το ξεπλένει η βροχή.

Το βράδυ έγινε κάτι τρομερό. Έβρεχε ασταμάτητα, και ο ποταμός που ήταν δίπλα από τα σπίτια μας ξεχείλισε. Μερικοί άνθρωποι σκοτώθηκαν γιατί τους πήρε το ποτάμι. Ευτυχώς εγώ μαζί με κάποιους άλλους ήμασταν τυχεροί.

Το πρωί με ξύπνησε η μητέρα μου για να πάω στο σχολείο. Τότε κατάλαβε ότι ήταν μόνο ένα όνειρο.

Λένα Μαρινάκη

 

 

 

Ένας Εσκιμώος διηγείται τη ζωή του

Ζω στο Βόρειο Καναδά. Μένω σε μικρά σπιτάκια από πάγο που τα λέμε ιγκλού. Τα ιγκλού έχουν μια είσοδο που δεν την έχουν άλλα σπίτια που έχω δει. Η είσοδος αυτή είναι σκαμμένη στον πάγο και μετά ανυψώνεται ξαφνικά προς τα πάνω.

Εμείς οι Εσκιμώοι επιβιώνουμε στον πάγο με το κυνήγι και το ψάρεμα. Το κυνήγι και το ψάρεμα δεν είναι όπως στις άλλες χώρες. Εδώ το ψάρεμα είναι διαφορετικό, χωρίς δίχτυα αλλά με καμάκια. Δε ψαρεύουμε μόνο ψάρια αλλά και φώκιες.

Το κυνήγι Δε γίνεται με τουφέκια που το κάνουν αλλού. Το κυνήγι είναι για τροφή και κυνηγάμε με ακόντια.

Το μεταφορικό μέσο μας είναι το έλκηθρο που το σέρνουν οι πολικοί λύκοι ή σκυλιά και το μονόξυλο για τη θάλασσα.

Για να προφυλαχτούμε από το κρύο φοράμε τρία στρώματα γούνα πολικής αρκούδας.

Αντώνης Ιγγλεζάκης