Περί του Εβραίου και του Χριστιανού |
Ένας Εβραίος είχε κάποτε ένα Χριστιανό έμπιστο φίλο. Όταν ταξίδευε μακριά, επειδή δεν είχε άλλο έμπιστο στο σπίτι του, άφηνε ότι είχε στον Χριστιανό, για να τα φυλάει. Κάποια ημέρα που θα πήγαινε ταξίδι ο Εβραίος, του άφησε 200 φλουριά (χρυσά τούρκικα νομίσματα) μέσα σε μια σακούλα σφραγισμένη, για να τα φυλάξει. Όταν όμως επέστρεψε, ο Χριστιανός αρνήθηκε να του τα επιστρέψει. Έλεγε ότι δεν του έδωσε τίποτε. Ο Έβραίος, όταν το άκουσε έγινε έξαλλος. Αφού όμως δεν είχε μάρτυρες, του είπε:
- Πάμε στον Ναό του Αγίου Μηνά, που εσείς οι Χριστιανοί τον έχετε για Άγιο, να κάμεις όρκο στην εικόνα του και τότε χαλάλι σου, να τα φας.
![]() |
Ο Χριστιανός αυτός δεν φοβήθηκε καθόλου τον Θεό ούτε τον Άγιο, αλλά καβαλικέψανε τα άλογά τους με τον Εβραίο και πήγε στον Ναό του Αγίου και ορκίστηκε. Κατόπιν αμέριμνος, σαν να μη έγινε τίποτε, γύρισαν με τον Εβραίο στα σπίτια τους. Αλλά στο δρόμο έκανε το θαύμα τους ο Άγιος. Το άλογο του Χριστιανού άρχισε να αναποδιάζει και να πηδάει, μέχρις ότου τον πέταξε κάτω αναίσθητο. Ο κλέφτης από αυτό, ναι μεν δεν σκοτώθηκε, αλλά έχασε το μαντήλι του, την σφραγίδα του τη χρυσή και το κλειδί του. Όταν συνήλθε ξανακαβαλίκεψε το άλογό του, για να πάει σπίτι του. Τότε ο Εβραίος τον πήρε με το καλό, μήπως και του τα δώσει. - Κάθισε φίλε, του είπε, να φάμε ψωμί, πέρασε η ώρα και ο τόπος εδώ είναι κατάλληλος, Έχει νερό και ίσκιο. Κατόπιν, καβαλικεύομε τα άλογα και πάμε. Πράγματι καθίσανε και τρώγανε. |
Περί του Εβραίου και του Χριστιανού. Λεπτομέρεια εικόνας «Ο Άγιος Μηνάς. Το μαρτύριο και τα θαύματά του» Ανώνυμη εικόνα (πιθανώς 1737), παλαιός ναός | Την ώρα όμως, που τρώγανε, βλέπει ο Χριστιανός τον δούλο του και ερχότανε βαστώντας στο μεν ένα χέρι τη σακούλα του Εβραίου με τα φλουριά, στο δε άλλο το δικό του το μαντήλι, το κλειδί και τη σφραγίδα. |
Μόλις τον είδε απόρησε.
- Πώς ήλθες εδώ; του λέγει
- Ένας φοβερός καβαλάρης, αποκρίθηκε, ήλθε στη κυρά μου και της είπε:« Πάρε το μαντήλι και το κλειδί και τη βούλα του άνδρα σου. Για να δώσεις δε εμπιστοσύνη σ' αυτά , που θα σου πω, στείλε αμέσως τα φλουριά, που σας εμπιστεύθηκε ο Εβραίος, με ένα δούλο σου στον άνδρα σου. Θα τον βρει στην τάδε στράτα που έρχεται. Πρόσεξε, αν αν δεν του τα πάει, θα πεθάνει ». Και να λοιπόν, Κύριε μου, σου το φέρνω για να σε προφτάσω.
Αυτό το θαύμα τάραξε και τον Εβραίο και τον Χριστιανό. Γι' αυτό αντί να πάνε στα σπίτια τους, γυρίσανε και πήγαν στο Ναό του Αγίου. Εκεί, ο μεν Εβραίος ζητούσε από τον Ιερέα να τον βαπτίσει, ο δε Χριστιανός ζητούσε συγχώρηση, για τον όρκο του. Και έτσι επέτυχαν και οι δυο τους, ό,τι ποθούσαν: Ο μεν Εβραίος το βάπτισμα και έγινε Χριστιανός, ο δε Χριστιανός τη συγχώρεση, την μετάνοια και την εξομολόγηση.