Η Αγιογράφηση του νέου Ναού

Το 1895 έγιναν τα εγκαίνια της μεγάλης εκκλησίας, νοτιοδυτικά της της μικρής που προϋπήρχε. Η αγιογράφηση του ναού όμως έγινε μετά από εξήντα τέσσερα χρόνια.

Μέχρι τότε οι μόνες εικόνες που υπήρχαν βρίσκονταν στο τέμπλο και τα εικονοστάσια. Ήταν φτιαγμένες από τον αξιόλογο ζωγράφο της εποχής Ε. Μαρκογιαννάκη (παραμένουν ακόμα στη θέση τους).

Μονάχα ένας μικρός Παντοκράτορας που υπήρχε στον τρούλο καταστράφηκε, για τις ανάγκες της μετέπειτα αγιογράφησης.

Το 1958, στις 22 Ιουλίου συνήλθε το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο και αποφάσισε την αγιογράφηση του ναού υπό τον όρο αυτή να γίνει κατά τα πρότυπα της «Κρητικής Σχολής». Καλούσε λοιπόν τον κάθε ενδιαφερόμενο να καταθέσει τις μακέτες και την προσφορά του.

Παρουσιάστηκαν δυο αγιογράφοι ο Στέλιος Καρτάκης από τα Χανιά και ο Δημ. Σαριδάκης από το Ηράκλειο.

Το εσωτερικό Αγίου Μηνά πριν αγιογραφηθεί

Οι δυο αυτοί αγιογράφοι εργάζονταν στο Ηράκλειο και μάλιστα κάποια εποχή, πριν από το 1958, στο ίδιο εργαστήριο επί της οδού Χάνδακος.

Το εσωτερικό του Αγίου Μηνά πριν αγιογραφηθεί και κοσμηθεί με τους επιβλητικού πολυελαίους

Οι προσφορές μαζί με τις μακέτες διαβιβάζονται στο Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων απ' όπου παίρνεται και η τελική απόφαση, κατοχυρώνοντας το έργο στον Στέλιο Καρτάκη.

Στο έγγραφο του υπουργείου, όμως «εκφράζεται η ευχή» όπως ο επιτυχών αγιογράφος να χρησιμοποιήσει και τον έτερο αγιογράφο του οποίου η εργασία, όπως αναφέρεται είναι εξ ίσου αξιόλογη, κάτι όμως που ο Σαριδάκης δεν δέχτηκε.

Έτσι αρχίζουν οι εργασίες οι οποίες χωρίζονται σε δυο φάσεις. Η πρώτη κρατάει μέχρι το 1963 και αγιογραφείται ότι όριζε ο διαγωνισμός, η δεύτερη αρχίζει τέσσερα χρόνια αργότερα και τελειώνει με το τέλος της αγιογράφησης, το 1978.

Τον Ιανουάριο του '60 ανατίθεται στον Κ. Καλοκύρη η επιμέλεια των εργασιών, καθώς και η ευθύνη της αγιοκατάταξης, δηλαδή της υπόδειξης των κατάλληλων θέσεων των αγιογραφικών θεμάτων.

Η αγιοκατάταξη του Κακολύρη δεν ακολουθεί την σειρά που συνήθως ακολουθούν σήμερα οι αγιογράφοι, αλλά διαφοροποιείται στη θέση του δωδεκαόρτου, καθώς στο κάθε ένα από τα μέρη του σταυροθολίου, δηλαδή των καμαρών που πλαισιώνουν τον τρούλο, τοποθετεί από μια περίοδο της ζωής του Χριστού.

Έτσι στο ανατολικό τμήμα (Ιερό) τοποθετούνται σκηνές από την βρεφική ηλικία του Χριστού, εκτός από το κομμάτι που βρίσκεται πάνω από το Ιερό, στο οποίο τοποθετείται η Ανάληψη.

Στο Δυτικό τμήμα απεικονίζονται σκηνές από τη δράση του Χριστού, εκτός από το τμήμα που βρίσκεται πάνω από τον γυναικωνίτη στο οποίο απεικονίζονται σκηνές από τον βίο της Θεοτόκου.

Στο βόρειο τμήμα ιστορούνται σκηνές από την Εβδομάδα των Παθών και τέλος, στο νότιο τμήμα ιστορούνται σκηνές από την Ανάσταση μέχρι την Πεντηκοστή.

Κατά τα άλλα ακολουθείται η συνήθης δογματική αγιοκατάταξη, τοποθετώντας στον τρούλο τον Παντοκράτορα, τις ουράνιες δυνάμεις και τους προφήτες. Στα τύμπανα τοποθετούνται οι Ευαγγελιστές και στο Ιερό η Πλατυτέρα ένθρονη, πλαισιωμένη από δυο αγγέλους. Από κάτω συνεχίζει με την Θεία Λειτουργία, την Θεία Μετάληψη και τους Ιεράρχες. Το σταυροθόλιο πλαισιώνουν είκοσι δύο μικροί τρούλοι, όπου ιστορούνται ως επί το πλείστον Προφήτες.

Πρέπει εδώ να τονίσουμε ότι την εποχή εκείνη η βυζαντινή αγιογραφία ήταν εκτοπισμένη από τις εκκλησίες και τις καρδιές των πιστών. Η διακοπή της Βυζαντινής αγιογραφίας εξ αιτίας της τουρκικής σκλαβιάς, είχε κάνει πρόσφορο το έδαφος ώστε να ριζώσουν τα παράσιτα μιας κακόγουστης δυτικότροπης και ρωσότροπης «τέχνης». Επίσης η βιβλιογραφία της Βυζαντινής Τέχνης ήταν μικρή και οι φωτογραφίες ήταν ελάχιστες.

Ο Νικόλαος Βισκαδουράκης σε ένα άρθρο του στο περιοδικό «Ο ΣΤΡΑΤΗΛΑΤΗΣ ΑΓΙΟΣ ΜΗΝΑΣ Ο ΠΟΛΙΟΥΧΟΣ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ» εκδόσεις «Η ΑΛΛΑΓΗ» τονίζει:

Ο Παντοκράρωρ του τρούλλου

«Με ένα τέτοιο κλίμα έλλειψης παιδείας περί τα Βυζαντινά, με εμπειρία ελάχιστη έως ανύπαρκτη, ζητήθηκε από τους αγιογράφους η ιστόρηση του Ναού στα πρότυπα της Κρητικής Σχολής. Κάτι όμως που δεν μπόρεσε να πραγματοποιήσει ο Καρτάκης καθώς η επιλογή των θεμάτων αλλά και η απόδοση τους κάθε άλλο άπτεται του ύφους της Κρητικής Σχολής. Ο υπερβολικός διάκοσμος είναι ξένος προς την Κρητική Τέχνη και, στη συγκεκριμένη εκκλησία, έρχεται σε μεγάλη αντίθεση με το φτωχό και παραμελημένο, δεξιά και αριστερά, κάτω τμήμα της.

Ένα πολύ καλό κομμάτι του ναού είναι ο Παντοκράτορας. Δεν πρόκειται για τον αρχικό Παντοκράτορα διότι αυτός καταστράφηκε από την υγρασία. στη θέση του ξαναφτιάχτηκε καινούργιος το 1977, λίγο πριν τελειώσει το έργο της αγιογράφησης.

Παρά τις σχεδιαστικές αδυναμίες του έργου αυτό παραμένει μεγάλο, ίσως όχι μεγαλειώδες όπως υποσχέθηκε ο Καλοκύρης, αλλά σημαντικό γιατί μπορεί να θεωρηθεί ορόσημο για την αναβίωση της βυζαντινής τέχνης στην Κρήτη. Τον σημαντικό αυτό ρόλο του δεν πρέπει να τον αγνοήσουμε και αναλογιζόμενοι τούτο, πρέπει να σταθούμε με σεβασμό μπροστά του αν όχι με θαυμασμό, σκεπτόμενοι τις δυσκολίες που αντιμετώπισε ο Σ.Καρτάκης».