Παράκτιες απειλές και διαχείριση

Πηγή: Europe's environment, The Dobris assessment, Stanners D. & Bourdeau P. (ed), European Environment Agency, Copenhagen (1995). Μετάφραση – Επιμέλεια Μαριάννα Καλαϊτζιδάκη.

Eισαγωγή

Οι παράκτιες ζώνες είναι σχετικά εύθραυστα οικοσυστήματα και η άτακτη αστικοποίηση και η ανάπτυξη, μόνες τους ή σε συνδυασμό με τουριστικές, αλιευτικές και γεωργικές καλλιέργειες, μπορεί να οδηγήσουν σε ραγδαία υποβάθμιση των παράκτιων βιοτόπων και πόρων. Η αυξανόμενη πίεση στο περιβάλλον της παράκτιας ζώνης σε πολλές Ευρωπαϊκές χώρες έχει ως αποτέλεσμα μια ραγδαία μείωση ανοικτών χώρων και φυσικών περιοχών και έλλειψη χώρου για παράκτιες δραστηριότητες χωρίς σημαντικές βλαβερές επιπτώσεις.

Δεν είναι όλες οι επιδράσεις στις παραλίες αποτέλεσμα των ανθρώπινων δραστηριοτήτων. Το κλίμα μπορεί να έχει σοβαρές άμεσες και έμμεσες επιδράσεις στο παράκτιο περιβάλλον. Περιστασιακές καταιγίδες μπορεί να έχουν καταστροφικές συνέπειες ενώ οι έμμεσες επιδράσεις των κλιματικών αλλαγών με την ανύψωση της θαλάσσιας στάθμης προβλέπεται να προκαλέσουν πιθανά σοβαρές καταστροφές σε διάφορες παράλιες περιοχές κατά μήκος των Ευρωπαϊκών ακτών.

Ορισμός παράκτιας ζώνης

Δεν υπάρχει ένας κοινά αποδεκτός ορισμός για το τι περιλαμβάνει η παράκτια ζώνη, αλλά υπάρχουν αρκετοί συμπληρωματικοί ορισμοί καθένας από τους οποίους εξυπηρετεί διαφορετικό σκοπό. Παρόλο που σε γενικές γραμμές καταλαβαίνουμε διαισθητικά τι εννοείται με τον όρο παράκτια ζώνη, είναι δύσκολο να καθορίσουμε την ακριβή έκταση της, είτε προς την ξηρά είτε προς τη θάλασσα. Ένας γενικός ορισμός εργασίας είναι “ το μέρος της ξηράς που επηρεάζεται από τη γειτνίαση με τη θάλασσα, και το μέρος της θάλασσας που επηρεάζεται από τη γειτνίαση με την ξηρά, μέχρι του σημείου στο οποίο οι χερσαίες δραστηριότητες του ανθρώπου έχουν μια μετρήσιμη επίδραση στην χημεία του νερού και στην θαλάσσια οικολογία”.

Το χερσαίο όριο της παράκτιας ζώνης είναι ιδιαίτερα ασαφές, καθώς οι ωκεανοί μπορεί να επηρεάσουν το κλίμα σε μεγάλη απόσταση από τη θάλασσα.

Περίπου 200 εκατομμύρια Ευρωπαίων (από το σύνολο των 680 εκατομμυρίων) ζουν εντός 50 km από τη θάλασσα. Αυτό διότι, ιστορικά οι ακτές προσφέρονταν για εγκατάσταση για  αμυντικούς λόγους και για λόγους τροφή. Τα λιμάνια δημιούργησαν βιομηχανική δραστηριότητα. Οι μονάδες παραγωγής ενέργειας  εξυπηρετούνται κοντά στη θάλασσα λόγω της εύκολης πρόσβασης στο πετρέλαιο και την εύκολη απόρριψη των αποβλήτων. Το χερσαίο τμήμα της παράκτιας ζώνης παίζει σημαντικό ρόλο για εγκατάσταση και τουρισμό. Σε πολλές περιπτώσεις όμως, έχει υπάρξει υπερβολική ανάπτυξη στις παράκτιες ζώνες και αυτό έχει οδηγήσει σε υποβάθμιση του περιβάλλοντος. Αυτό με τη σειρά του οδήγησε στην ανεύρεση πολιτικών για την επιδιόρθωση ή τη μείωση της προκαλούμενης ζημιάς.

Η μεταβλητή παραλία

Η Ευρωπαϊκή ακτογραμμή έχει μήκος 143 000 km συμπεριλαμβανόμενων και των νησιών. Αυτή η τεράστια απόσταση που περιλαμβάνει αρκτικές, μεσογειακές και υποτροπικές κλιματικές ζώνες, έχει μια μεγάλη ποικιλία από γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά όπως παγετώνες, βράχια, λόφους και αμμουδιές, και λασπώδεις παραλίες. Η αλατότητα του νερού και η συγκέντρωση θρεπτικών ποικίλλουν. Για παράδειγμα η αλατότητα του νερού μπορεί να είναι σχεδόν μηδενική σε πολλές εκβολές με μεγάλη εισροή γλυκού νερού, έως ωκεάνιες τιμές 35 στα χίλια ή ακόμη υψηλότερες στις Μεσογειακές λιμνοθάλασσες. Λόγω των ακραίων συνθηκών που επικρατούν κατά μήκος της ακτής, παλίρροιες, δυνατοί άνεμοι, χημική σύσταση νερού, υπάρχει μια καθαρή ζώνωση βιοτόπων από τη θάλασσα προς την ξηρά. Αυτό σε συνδυασμό με κλιματικές, γεωλογικές και γεωμορφολογικές διαφορές βοηθά τη δημιουργία μιας μεγάλης ποικιλίας φυσικών παράκτιων βιοτόπων που περιλαμβάνει τις κοινωνίες των θαλάσσιων λιβαδιών, αλυκές, αμμοθίνες, και φυσικά ή ημιφυσικά δάση αμμοθινών.

Διεργασίες της παράκτιας ζώνης

Η παράκτια ζώνη, ανάμεσα στη θάλασσα και την ξηρά, λειτουργεί ως ένας πολύ σημαντικός ρυθμιστής που επηρεάζει την τύχη των ποτάμιων μολύνσεων και των άμεσων απορρίψεων καθώς μεταφέρονται από τις χερσαίες πηγές τους στη θάλασσα. Η συνολική ροή των μολύνσεων μέσω του ορίου ξηράς/θάλασσας επηρεάζεται κυρίως

Προβλήματα: Αιτίες και αποτελέσματα

Σε όλες τις Ευρωπαϊκές θάλασσες, η θαλάσσια ρύπανση της παράκτιας ζώνης είναι ένα σημαντικό πρόβλημα, σε τοπικό ή περιφερειακό επίπεδο. Ειδικότερα, η εισροή θρεπτικών στο υδάτινα οικοσυστήματα, νιτρικών στη θάλασσα και φωσφόρου στα χαμηλής αλατότητας ύδατα, έχει συσχετισθεί με αυξημένη πρωτογενή παραγωγικότητα και ανεπιθύμητη πληθυσμιακή αύξηση φυκιών  (ευτροφισμός) στις παράκτιες ζώνες και στις ημικλειστές ή κλειστές θαλάσσιες περιοχές. 

Φυσικές τροποποιήσεις και απώλεια βιοτόπων

Σε πολλές Ευρωπαϊκές θάλασσες η παράκτια ζώνη είναι μια σημαντική περιοχή για ανθρώπινη εγκατάσταση, για παραγωγή ενέργειας, στρατιωτικές δραστηριότητες, για τα τα πουλιά και για αναψυχή. Αυτό αναπόφευκτα οδηγεί σε μια σύγκρουση σχετικά με τη χρήση πόρων όπως το νερό (πχ για μπάνιο και ιχθυοκαλλιέργειες) αλλά και τις χρήσεις γης (πχ λιμάνια και μαρίνες) που μπορεί να έχουν αρνητικές επιπτώσεις στην ποιότητα του παράκτιου περιβάλλοντος. Η απουσία αποτελεσματικής διαχείρισης των ακτών μπορεί να οδηγήσει στην απώλεια σημαντικών συστατικά του οικοσυστήματος και των βιοτόπων (πχ αμμοθίνες και υγρότοποι). Φυσικές αλλαγές όπως η κατασκευή λιμανιών και τουριστικών εγκαταστάσεων, έχει ως αποτέλεσμα την απώλεια βιοτόπων. Η κατασκευή φραγμάτων στα ποτάμια αλλάζει το υδρολογικό καθεστώς και έχει ως αποτέλεσμα την μείωση της ροής του γλυκού νερού. Αυτό μπορεί να έχει σοβαρές συνέπειες στην ακτή. Μειωμένη ροή γλυκού νερού γενικά σημαίνει μείωση των φερτών υλικών, που να μπορεί να προκαλέσει διάβρωση της ακτής.

Παράκτια διάβρωση

Η διάβρωση της παραλλιογραμμής και των αμμοθινών που προκαλείται από τα θαλάσσια ρεύματα, την παλίρροια, και τη δράση των κυμάτων και του ανέμου, είναι ένα φυσικό φαινόμενο σε πολλά μέρη των Ευρωπαϊκών ακτών. Το αποτέλεσμα είναι η κίνηση τεράστιων ποσοτήτων ιζήματος (λάσπης, άμμου, ιλύος). Σήμερα, περίπου 70% όλων των αμμουδιών στον κόσμο υπόκεινται στην παράκτια διάβρωση. Μια απογραφή της εξέλιξης των ακτών που έγινε στα πλαίσια του ΕΕ προγράμματος CORINE έδειξε ότι το 55% της ακτογραμμής είναι σταθερό, 19% υπόκειται σε διάβρωση και 8% βρίσκεται σε φάση εναπόθεσης.

Η φυσική ισορροπία ανάμεσα στη διάβρωση και στην ιζηματοποίηση μπορεί να επηρεαστεί από τις ανθρώπινες δραστηριότητες που μειώνουν το ποσό της άμμου που είναι διαθέσιμο για διάβρωση. Αφαίρεση άμμου κοντά στην ακτή, εξασθενεί την παραλία τοπικά. Αυξημένη παράκτια διάβρωση λόγω έλλειψης άμμου αναφέρεται ως κύριο πρόβλημα στην Κασπία θάλασσα και την ακτή της Μαύρης Θάλασσας στην Ρουμανία. Για να προστατευτεί η ακτή από τη διάβρωση, έχουν γίνει πολλές κατασκευές σε χώρες με πρόβλημα διάβρωσης. Για παράδειγμα στην Ολλανδία όπου το  μεγαλύτερο ποσοστό των ακτών είναι αμμοθίνες, οι ακτές έχουν ενισχυθεί με διάφορες κατασκευές στους πρόποδες των αμμοθινών ως προστασία στη Βόρεια Θάλασσα. και για να αποφευχθούν καταστροφικές πλημμύρες όπως του 193. Χρειάζεται προσοχή στις κατασκευές που προστατεύουν τις ακτές καθώς οι επεμβάσεις στο ισοζύγιο διάβρωση/εναπόθεση μπορεί να δημιουργήσουν ανεπιθύμητα προβλήματα σε γειτονικές περιοχές που οδηγούν σε αυξημένη διάβρωση. 

Απώλεια βιοτόπων και υποβάθμιση

Άλλες φυσικές τροποποιήσεις των ακτών επηρεάζουν κυρίως το χερσαίο τμήμα της παράκτιας ζώνης. Οι πιο σημαντικές είναι αυτές που καταναλώνουν χώρο όπως βιομηχανίες, γεωργία, λιμάνια, τουρισμός και αναψυχή, στρατιωτικές εγκαταστάσεις. Εκτός από τα άλλα αποτελέσματα, αυτές οι δραστηριότητες έχουν ως αποτέλεσμα την δημιουργία τεραστίων οικοδομημένων εκτάσεων σε βάρος των φυσικών βιοτόπων (πχ αμμοθίνες, αλυκές) και ως αποτέλεσμα, βλάπτουν ή καταστρέφουν ένα σημαντικό τμήμα των βιοτόπων της ακτογραμμής. Στη Γαλλία για παράδειγμα το 15% των φυσικών περιοχών στις ακτές έχουν εξαφανιστεί από το 1976 και αυτό συνεχίζεται με ρυθμό 1% ετησίως. Η Ιταλία που είχε περίπου 700 000 εκτάρια παράκτιων βάλτων στα τέλη του προηγούμενου αιώνα, είχε 192 000 εκτάρια το 1972 και λιγότερα από 100 000 σήμερα. Σύμφωνα με κάποιους υπολογισμούς 1/3 των παράκτιων αμμοθινών στη Βορειοδυτική Ευρώπη και στη δυτική Μεσόγειο έχουν εξαφανισθεί. Τέτοιας ευρείας κλίμακας καταστροφή βιοτόπων θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε μείωση της κατανομής και της συχνότητας των ειδών.

Μόλυνση και παράκτια ρύπανση

Υπερβολικά φορτία ρυπαντών είναι άμεσο αποτέλεσμα των ανθρώπων που δεν είναι σε θέση ή δεν θέλουν να ελέγξουν ή να περιορίσουν τις ρυπαντικές δραστηριότητες τους αποτελεσματικά. Η ρύπανση στην παράκτια ζώνη είναι κυρίως αποτέλεσμα της απόρριψης μολυσμένων φορτίων στα νερά και έχουν βλαβερές συνέπειες στα φυτά και τα ζώα, στην ανθρώπινη υγεία, εμποδίζουν άλλες θαλάσσιες δραστηριότητες όπως την αλιεία, μειώνουν την ποιότητα του θαλάσσιου νερού.

Τύποι και προέλευση 

Παρά την ικανότητα της παράκτιας ζώνης να μειώνει την βλαπτική δράση κάποιων ρύπων οι ακτές είναι ευάλωτες στη ρύπανση αφού τα απόβλητα απορρίπτονται άμεσα ή έμμεσα στα αβαθή νερά της παραλίας που παρουσιάζουν μικρή ανάμιξη. Σε τέτοιες περιοχές, δεν χρειάζονται μεγάλες ποσότητες για να δημιουργηθεί πρόβλημα στους υδάτινους αποδέκτες. Η θάλασσα είναι ο τελικός αποδέκτης πολλών ρύπων που προέρχονται από πολλές πηγές

·      από ποτάμια που περιέχουν ρύπους και τους μεταφέρουν στη θάλασσα

·      από εκπλύσεις από την ξηρά στα παραλιακά νερά ή άμεσες απορρίψεις

·      από την απόρριψη υγρών αποβλήτων όπως των αστικών λυμάτων ή χημικών αποβλήτων

·      από ατμοσφαιρική εναπόθεση η οποία σε ποσοτικούς όρους μπορεί να γίνει τόσο σημαντική όσο και τις άλλες πηγές ρύπανσης

·      απορρίψεις από πλοία

Οι πιο σημαντικοί ρυπαντές στις παράκτιες ζώνες είναι οργανική ύλη, συνθετικές οργανικές ενώσεις (PCBs και φυτοφάρμακα όπως το DDT), μικροβιακοί οργανισμοί, θρεπτικά (κυρίως άζωτο και φωσφόρος), πετρέλαιο, σκουπίδια, και σε μικρότερο βαθμό, βαρέα μέταλλα (κάδμιο, υδράργυρος και μόλυβδος) και ραδιονουκλεοτίδια.

Η ναυσιπλοΐα, αλλά και τα θαλάσσια ατυχήματα είναι συνήθη και συχνά βασικές πηγές ρύπανσης από πετρέλαιο, ενώ έχουν κίνδυνο για την εισαγωγή ανεπιθύμητων οργανισμών. Η αναζήτηση και εξόρυξη πετρελαίου από τη θάλασσα αποτελεί μικρή πηγή ρύπανσης της παράκτιας ζώνης. Αν και η μεταφορά ρύπων από την ατμόσφαιρα μπορεί να είναι σημαντική για ολόκληρη την επιφάνεια μιας θάλασσας (όπως για παράδειγμα το ανόργανο άζωτο και το κάδμιο στη Μεσόγειο) όμως παίζουν μικρό ρόλο στη ρύπανση των παράκτιων ζωνών.

Διαχείριση λεκάνης απορροής

Στις περισσότερες περιοχές της Ευρώπης απουσιάζει η αποτελεσματική διαχείριση των λεκανών απορροής και ο έλεγχος μέσω του οποίου θα μπορούσε να επιτευχθεί μείωση της παράκτιας ρύπανσης. Πολλές Ευρωπαϊκές θάλασσες έχουν μεγάλες πολυεθνικές λεκάνες απορροής που μπορεί να περιλαμβάνουν και κράτη χωρίς ακτές. Έτσι οι θαλάσσιοι ρύποι μπορεί να παράγονται εκατοντάδες ή και χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από τη θάλασσα. Επομένως η αποτελεσματική διαχείριση της λεκάνης απορροής και τα μέτρα για τον έλεγχο της ρύπανσης απαιτούν συντονισμένες διεθνείς προσπάθειες και συνεργασία. Αυτό έχει να κάνει όχι μόνο με την ποιότητα αλλά και την ποσότητα του νερού, αφού η τροποποίηση της ροής των ποταμών μπορεί να έχει δευτερογενείς επιπτώσεις στους θαλάσσιους αποδέκτες. Επίσης υπάρχει ανταλλαγή νερού και επομένως και ρύπων ανάμεσα σε διάφορες θάλασσες. 

Υγρά απόβλητα

Σε πολλές θαλάσσιες λεκάνες απορροής υπάρχει ανεπαρκής επεξεργασία των οικιακών λυμάτων και ακατέργαστα λύματα συχνά απορρίπτονται κατευθείαν σε παράκτια νερά και ποτάμια. Σε κάποιες θάλασσες χύνονται ακόμη και ακατέργαστα ή μερικώς επεξεργασμένα βιομηχανικά απόβλητα  που αυξάνουν σημαντικά τα φορτία ρύπανσης. Λόγω της διάσπασης της οργανικής ύλης, τέτοια απόβλητα μπορεί να προκαλέσουν άμεσα προβλήματα στη θαλάσσια ζωή με τις υψηλές απαιτήσεις σε οξυγόνο και μέσω των τοξικών αποτελεσμάτων της αμμωνίας. 

Μεγάλη ανησυχία για τους ανθρώπινη υγεία αποτελούν οι διάφοροι παθογόνοι οργανισμοί που μπορεί να προκαλέσουν ασθένειες (ηπατίτιδα και τύφο). Οι παθογόνοι οργανισμοί επίσης μπορεί να προκαλέσουν μόλυνση στα θαλασσινά, ιδιαίτερα στα οστρακοειδή, τα οποία για κάποιες περιοχές έχουν οικονομική σημασία αλλά και αποτελούν τροφή για πουλιά και ψάρια. Υπάρχουν αρκετά παραδείγματα παρταλιών που έχουν κλείσει λόγω υψηλών συγκεντρώσεων παθογόνων οργανισμών από ανεπαρκώς επεξεργασμένα οικιακά λύματα. Τα τρέχοντα κριτήρια της ΕΕ για τα ύδατα κολύμβησης περιλαμβάνουν δείκτες μόλυνσης όπως το εντεροβακτήριο (Ε. coli) και άλλα παθογόνα (Σαλμονέλα και εντεροιούς).

Τα οικιακά λύματα αποτελούν πηγή θρεπτικών, και εμπλέκονται στο πρόβλημα του ευτροφισμού. Πάντως η βασικότερη εισροή θρεπτικών στις παράκτιες ζώνες είναι τα ποτάμια. Τα θρεπτικά στα ποτάμια προέρχονται από το άζωτο και τον φωσφόρο που υπάρχουν στα λιπάσματα. τα φωσφορικά επίσης προέρχονται από τα απορρυπαντικά. Εντατικοποιημένες πρακτικές καλλιέργειας. Ατμοσφαιρικές εισροές, εδαφική διάβρωση. Μια άλλη σημαντική πηγή θρεπτικών σε κάποιες θάλασσες είναι από τις ιχθυοκαλλιέργειες.

Η τύχη και οι επιπτώσεις των θρεπτικών

Περιβαλλοντικές επιπτώσεις άλλων ρυπαντών

 

Σκουπίδια

Οι δημοσκοπήσεις του προγράμματος Coastwatch Europe έδειξαν ότι τα σκουπίδια είναι ένα μεγάλο πρόβλημα στις παράκτιες ζώνες σε όλες τις θάλασσες που ερευνήθηκαν. Σκουπίδια, ιδιαίτερα αυτά που είναι φτιαγμένα από συνθετικά υλικά όπως σκοινιά, δίκτυα, πλαστικές σακούλες και λωρίδες συσκευασίας, συνέχεια εισέρχονται στο θαλάσσιο περιβάλλον και γίνονται ιδιαίτερα αντιληπτά στην παράκτια ζώνη όπου συγκεντρώνονται εξαιτίας του ανέμου και των κυμάτων. Αυτά τα σκουπίδια συχνά επιπλέουν στη θάλασσα και προκαλούν το θάνατο σε ψάρια, πουλιά και θαλάσσια θηλαστικά. Η παρουσία κάποιων σκουπιδιών όπως ιατρικά απόβλητα και γυαλιά, ιδιαίτερα στις παραλίες είναι άμεση απειλή για τους χρήστες της παραλίας. Η προκαλούμενη μείωση της ομορφιάς των παρταλιών μειώνει την δημοτικότητα των περιοχών αυτών για αναψυχή τόσο στους ντόπιους όσο και στους τουρίστες.

Στόχοι και στρατηγικές για τη διαχείριση της παράκτιας ζώνης

Συχνά υπάρχει μια σύγκρουση συμφερόντων σχετικά με τις χρήσεις των παράκτιων ζωνών, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις που μια χρήση μπορεί να έχει αρνητικές επιδράσεις σε μια άλλη, παρούσα ή μελλοντική. Οι θωρακίσεις των ακτών, η ναυσιπλοΐα, τα λιμάνια και οι μαρίνες για παράδειγμα, θα μπορούσαν να επηρεάσουν τα παράκτια υδάτινα οικοσυστήματα, άμεσα μέσω της απώλειας γης και βιοτόπων και επιπτώσεις στην ποιότητα του νερού, αλλά και έμμεσα μέσω της τροποποίησης των υδάτινων ρευμάτων και των προτύπων εναπόθεσης ιζημάτων. Δημιουργείται επομένως η ανάγκη για στρατηγικά σχέδια για τις παράκτιες ζώνες ώστε η ανάπτυξη να προχωρεί με αποδεκτό και προβλεπόμενο τρόπο για το περιβάλλον. Σε πολλές χώρες οι νομοθετικές και ρυθμιστικές αρμοδιότητες μοιράζονται ανάμεσα σε πολλούς φορείς. Η συνεργασία αυτών των φορέων σε ένα ενοποιημένο σχέδιο διαχείρισης θα εξασφαλίσει την αειφορική ανάπτυξη της παράκτιας ζώνης.

Επομένως προκαλεί έκπληξη ότι αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει στην Ευρώπη ένα   σχέδιο διαχείρισης (ΣΠΖ) της παράκτιας ζώνης.

Ενοποιημένη διαχείριση της παράκτιας ζώνης έχει συζητηθεί διεξοδικά στη βιβλιογραφία. Για ένα ενοποιημένο ΣΠΖ να είναι επιτυχές χρειάζονται τρία βασικά στοιχεία:

·      κατανόηση της παράκτιας ζώνης ως ένα σύστημα που αποτελείται από αλληλένδετα στοιχεία και διεργασίες

·      αυτή η γνώση να χρησιμοποιηθεί για τη δημιουργία ενός σχεδίου για την καλύτερη χρήση

·      εφαρμογή του σχεδίου

Τα διαχειριστικά σχέδια χρειάζεται να είναι σχεδιασμένα ώστε να επιλύουν τα παράκτια προβλήματα μέσω της υλοποίησης μιας σειράς αειφορικών στόχων που θα πρέπει να περιλαμβάνουν την διατήρηση και βελτίωση της χρησιμότητας των ακτών για την ανθρωπότητα λαμβάνοντας υπόψη και τη λειτουργία της ως βιότοπου για ζώα και φυτά. Οι συνολικοί στόχοι του ενοποιημένου ΣΠΖ χρειάζεται να προωθούν την αειφορική χρήση και να σέβονται την αρχή της πρόληψης με το να συμπεριλαμβάνουν τις παρακάτω στρατηγικές αρχές:

·      να καθοριστούν οι επιθυμίες των ανθρώπων για τη χρήση της ακτής

·      να καθοριστεί η φέρουσα ικανότητα της ακτής

·      να καθοριστεί πως οι χρήσεις επιδρούν στην ακτή

·      να επιλυθούν πιθανές συγκρούσεις στη χρήσει προκαταβολικά

·      να βασιστεί στην ενεργή συμμετοχή ενός καλά πληροφορημένου κοινού

·      να ενταχθούν οι περιβαλλοντικές προτεραιότητες στην ανάπτυξη των ακτών σε τοπικό, εθνικό και διεθνές επίπεδο

·      να ενοποιηθούν τα θαλάσσια και χερσαία ζητήματα

·      να ενθαρρυνθεί η ίδρυση ΣΠΖ οικολογικών ή διαχειριστικών μονάδων

Άλλοι πιο ειδικοί στόχοι μπορεί να σχετίζονται με τα ιδιαίτερα προβλήματα κάθε συγκεκριμένης παράκτιας ζώνης. Οι στόχοι θα πρέπει να τεθούν ώστε να είναι υλοποιήσιμοι βραχυπρόθεσμα και μακρυπρόθεσμα με τις διαθέσιμους πόρους (οικονομικούς και τεχνικούς) των αρμόδιων φορέων. Τα ζητήματα προτεραιότητας και τα προβλήματα πρέπει επομένως να καθοριστούν για κάθε παράκτια περιοχή και να εντοπιστούν εκείνα που θα έχουν σχετικά άμεσα περιβαλλοντικά και οικονομικά οφέλη και 

Η εφαρμογή των παραπάνω στρατηγικών χρειάζεται ένα μεγάλο ποσόν πόρων για εφαρμογή και παρακολούθηση. Χωρίς τις ανάλογες διοικητικές ρυθμίσεις και χωρίς τους ανάλογους οικονομικούς πόρους η πιθανότητα να μειωθεί η ρύπανση της παράκτιας ζώνης είναι μικρή.

Συμπεράσματα

·      Για πολλές ακτές, το μέγεθος των περιβαλλοντικών προβλημάτων δεν έχει γίνει πλήρως αντιληπτό. Ένα πρώτο δυνατό βήμα για να αλλάξει αυτή η κατάσταση είναι η λεπτομερής ποιοτική αξιολόγηση. Αυτό γίνεται περιοδικά για κάποιες θάλασσες (Βόρεια και Βαλτική). Σε άλλες ακτές και θάλασσες υπάρχουν πολύ λίγα στοιχειά και αν υπάρχουν δεν έχουν συγκεντρωθεί με συντονισμένο τρόπο. Για κάποιες θάλασσες της Ευρώπης επομένως, το σημείο εκκίνησης είναι να δημιουργηθεί μια βάση ποιότητας σε όρους εισροών ρύπων, επίπεδα ρύπανσης και βιολογική κατάσταση και επιδράσεις. Για άλλες περιοχές τα προβλήματα και τι πρέπει να γίνει είναι ήδη γνωστά

·      Μετά χρειάζεται να καθοριστούν οι προτεραιότητες για δράση. Αυτές θα πρέπει να ιεραρχηθούν βάσει συμφωνημένων κριτηρίων και βάσει άλλων περιβαλλοντικών προβλημάτων (πχ ατμοσφαιρική ρύπανση). Τέτοια κριτήρια μπορεί να είναι επιπτώσεις στην υγεία, οικονομική αξία απειλούμενων πόρων, κίνδυνος για μη αντιστρέψιμη βλάβη στο θαλάσσιο οικοσύστημα, η διεθνής σημασία των απειλούμενων βιοτόπων ή ειδών.

·      Πραγματικές βελτιώσεις της περιβαλλοντικής ποιότητας των παράκτιων περιοχών απαιτούν την αναγνώριση των πραγματικών αιτιών των προβλημάτων. Ιδιαίτερη ανησυχία προκαλούν η αστικοποίηση, ο τουρισμός και η αναψυχή. Δημόσιες πολιτικές που να βοηθούν την συμβατότητα τέτοιων ανθρώπινων δραστηριοτήτων με το περιβάλλον χρειάζεται να σχεδιασθούν προσεκτικά, λαμβάνοντας υπόψη τις τοπικές οικονομίες. Χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή στις περιοχές που δεν υπάρχουν τέτοιες δημόσιες πολιτικές

·      Για να επιτευχθούν βελτιώσεις στην περιβαλλοντική ποιότητα των παράκτιων ζωνών, είναι απαραίτητη η διεθνής συνεργασία και συμφωνία. Τέτοια παραδείγματα μπορεί να βρεθούν στις επίσημες συμφωνίες που αφορούν αρκετές περιοχές της Ευρώπης (πχ συνθήκη Βαρκελώνης, Παρισιού, Ελσίνκι)

·      Κάθε σχέδιο βελτίωσης ΄θα έχει φυσικά ένα οικονομικό κόστος. Οι δράσεις και οι προτεραιότητες χρειάζεται να καθορισθούν βάσει τόσο βραχυπρόθεσμων όσο και μακροπρόθεσμων στόχων αφού οι βελτιώσεις μπορεί να μην είναι ορατές για πολλά χρόνια. Αυτό θα πρέπει να αντανακλάται στα χρονοδιαγράμματα και στους στόχους και στην αξιολόγηση κόστους-ωφέλειας.